Μπορεί να περπατάμε «ελεύθεροι»,
μα στους δρόμους αυτούς, πολλών η ψυχή μας σέρνεται
δεμένη, χτυπημένη, συμπιεσμένη,
κρυμμένη.
Μπορεί να μιλάμε για μία πραγματικότητα αυτονόητη,
μα να’ ναι ακόμη ιδεατή,
και το δαιδαλώδες χάος της, πολλές φορές βίαιο,
παράλογο και αποπνικτικό.
Οι δρόμοι βράζουν, όμως, απ’ την προσπάθεια
και τα βήματα υπόκωφα ψιθυρίζουν την αλλαγή,
οι ψίθυροι μαζεύονται στις γωνίες, μένουν, ξεχειλίζουν,
κτίζουν διόδους αναπνοής,
σηκώνουν τα βάρη που αόρατα πλακώνουν την πόλη,
ίσως σιγά σιγά να επουλώνουν βαθιές, κρυφές πληγές ·
μπορούν και ελαφραίνουν το βήμα, τις κινήσεις,
προμηνύουν έναν χρόνο που τοξικά βλέμματα και βάναυσες ψυχές,
είτε από πρόθεση είτε από αφέλεια,
δεν θα κυκλοφορούν σαν τα αγρίμια,
έναν χρόνο που η πόλη θα είναι ένα μεγάλο σπίτι.
Όποτε, και αν, οι σκέψη αυτή αναπτύσσεται σαν ελπίδα,
διορθώνει τις γκρίζες εικόνες,
καθιστά την πολιτεία ξανά μενεξεδένια.
Αρκεί η συνειδητοποίηση πως
ο ήλιος λούζει με τόσο φως το καλοκαίρι
που όλο αυτό το όραμα ενυπάρχει στις ακτίνες,
προσανατολίζοντας, ζωντανεύοντας με τόση ενέργεια
ώστε είναι σίγουρο πως δεν κάνει διακρίσεις.
Ѻρέστης
Photography credits: Panagiotis Vikatos