Βρέχει, σαν αναμονή,
αργό, επίμονο ψιχάλισμα προσπαθεί, σχεδόν παστρικά,
να ξεπλύνει το πρωινό στρώμα παγωμένης λύπης.
Από το κοιμισμένο κούνημα της απέναντι λεύκας,
το λεπτό ανακάτεμα του νερού κάτω απ’ τους τροχούς,
νιώθω τα γκρίζα σύννεφα κουβέρτα αν όχι ζεστή, οικεία
να παρατείνει την νύκτα,
διεισδυτικό υγρό στις ρωγμές μεσημεριού,
μουρμούρα απ’ τις ακίνητες γωνιές του σπιτιού.
Νιώθω σαν να μην ξύπνησα ακόμη, εδώ
να βρίσκομαι θολά, να μην σου απαντώ παρά μ’ ένα βλέμμα
κουφό,
μουτζουρωμένο, παρόμοιο με αυτό που έχει κάποιος
όταν κοιτά ένα ακίνητο γι’ αυτόν σημείο
απ’ το παράθυρο κινούμενου τρένου.
Λίγο πιο εκεί η εικόνα παρασύρεται, μόνο η ακινησία επιζεί.
Θα σου μιλήσω, όμως, με τα βρεγμένα χρώματα
να, το ενεργειακό γκρίζο του ορίζοντα,
το ερωτικό πράσινο του πεύκου,
το βαθύ γκρίζο της ασφάλτου.
Βρέχει ακόμη.
Το απόγευμα κοιτά νοσταλγικά την απαστράπτουσα,
μουλιασμένη πόλη,
αυτή σφίγγει την φαγωμένη σάρκα της
σταθερή στην λύπη της,
περιμένει να φύγει ο κηδεμόνας της ημερήσιας επιταγής,
για το τι και πώς, λες και το λιγοστό αυτό φως αρκεί,
να ηρεμίσει ελεύθερη, στους άδειους δρόμους του κρύου
να περιπλανηθεί ευτυχής.
Ѻρέστης
Photography credits: Nikos Tsip