Τον κυνηγάει σαν επανάληψη, απ’ τις ανάσες ανεβαίνει, λαβές που δεν αποβάλλονται, η μορφή της μεσημεριανή ομίχλη, το βάρος της επανερχόμενες φράσεις σαν δεσμά, όσα προσπαθεί αυτός την πραγματικότητα να πείσει δεν είναι παρά υπολείμματα όσων αυτή αφήνει γκρεμισμένα, ρητορείες τυφλών για την φύση της πέτρας.
Ούτε τον ενδιαφέρει, ούτε αμφιβάλλει, μα σαν φυλακισμένος λόγων ακατάληπτων, προσπαθεί ουρλιάζοντας να πείσει πως αυτό που βλέπει η σπασμένη του όραση είναι το ίδιο με αυτό που όλοι προσπερνάμε, η σπασμένη εικόνα πως είναι και η αληθινή. Θα ξεχάσει αργότερα αυτά που του φαίνονταν καθαρά, η φωνή της θα δεθεί σαν φίδι στην δική του, και το βλέμμα του από αλλοιωμένο θα γίνει μόνιμο. Την τρέλα θα φορά σαν ανακούφιση, τους ψιθύρους της θα αποζητά στα νυκτερινά σοκάκια, μόνος, σαν καταραμένος να ψάχνει συνεχώς την παρέα μιας ανύπαρκτης πια σκιάς, πάντα μακρινής και πάντα ξένης.
Ѻρέστης
Photography credits: Despina Niki