-Δεν θέλεις να βγεις λίγο έξω; Να πας μια βόλτα.
-Δεν μπορώ.
-Γιατί;
-Δεν με πηγαίνουν τα πόδια μου.
Μια ησυχία από τις πιο ανήσυχες και καπνοί πυκνώνουν τον αέρα. Η ατμόσφαιρα, αν και μέρα καλοκαιριού, ψυχρή.
-Θα ήταν καλό να περπατούσες λίγο στον κόσμο, να έβλεπες τον ήλιο.
-Δεν θέλω κόσμο και ο ήλιος έχει δύσει για μένα.
Το βάρος, αν και αόρατο στο γυμνό μάτι, είναι ορατό στα μάτια μου. Και αν και ο χρόνος φαίνεται να περνάει όλο και πιο αργά -και η κάθε μέρα μοιάζει μεγαλύτερη από την προηγούμενη- εγώ νιώθω πως τελειώνει.
-Και τι θα κάνεις σήμερα;
-Αυτό που κάνω κάθε μέρα.
Σιωπή.
Κάποτε είχα γράψει κάποιες προτάσεις σε κάτι σειρές και ορκίστηκα να μην αναγκάσω κανένα να τις διαβάσει. Γι’αυτό κανένας δεν ξέρει πού είναι.
-Δεν πιστεύεις πως θα ήταν καλό να κάνεις κάτι για να αλλάξεις αυτήν τη ρουτίνα;
-Υπομονή. Πρέπει να σπάσει μόνο του.
-Τίποτα δεν σπάει μόνο του.
Και τίποτα δεν φτιάχνεται μόνο του.
-Πού πας;
-Να ξαπλώσω.
-Δεν θέλεις να κάτσουμε λίγο μαζί;
-Όχι. Είμαι πολύ κουρασμένος.
-Όπως θέλεις.
Το γράμμα είναι στις τελευταίες σελίδες του τετραδίου. Επίτηδες το έγραψα εκεί για να μην ξεχαστώ.
Για να θυμάμαι απ’ την αρχή ποιο θα είναι το τέλος.
-Θα τα πούμε αύριο λοιπόν;
-Ναι, από αύριο.
Όμως το αύριο δεν θα ‘ρθει. Ποτέ δεν έρχεται.
Βασιλική
Photography credits: Nikos Tsip.