Λίγο πριν το πρώτο μουδιασμένο φως
ανταμώσει τους ξενυχτισμένους δρόμους
στο νου μου αντηχεί η κόρνα του πλοίου
που φεύγει απρόθυμα από το λιμάνι.
Σκουριασμένη πρύμνη, βαρύ σκαρί
με κόπο ξανοίγεται και φεύγει·
ένας τελευταίος αποχαιρετισμός
σε άλλη μια ενδιάμεση στάση.
Η φιγούρα στον ορίζοντα τρεμοπαίζει
κυματίζει ανάλαφρα, σαν τα δάχτυλα,
της γυναίκας μιας άλλης τρικυμίας
στα πυκνά μαύρα μου μαλλιά.
Οι επιβάτες κουρασμένοι ξεθωριάζουν
στα πρόσωπά τους οι μνήμες μας
φοβισμένες να στεριώσουν, μπαρκάρουν
για πιο ηλιόλουστους ουρανούς.
Η αποβάθρα ήσυχη και άδεια
κανένα λευκό μαντήλι δεν ανέμισε
σε έναν άνεμο ήδη ταραγμένο
στο άκουσμα όσων δεν ειπώθηκαν.
Όταν ξημερώσει έχει χαθεί μακριά,
τα μάτια αντικρίζουν ξανά την μοναξιά
και το λιμάνι βυθίζεται ξανά στη ρουτίνα
μέχρι να γίνει στάση σε άλλο δρομολόγιο.
Ο βυθός του βίαια χαραγμένος
από άγκυρες που έπεσαν βαριά,
οι γλάροι του πονεμένοι σκούζουν απαλά
ένα τραγούδι για όλες τις κόρνες που ήχησαν.
Σίσυφος
Photography credits: Mary Zacharaki