Το πρόσωπό σου κρύφτηκε
ανάμεσα σε δύο νυσταγμένες ηλιαχτίδες
και η σκιά του έπεσε απαλά
πάνω στα άγρυπνα μάτια μου.
Το πλοίο πάντα έφευγε νωρίς
μα κάποτε θυμάμαι πρόλαβα
και ας είχα αφήσει πίσω μου
όσα άξιζε να περιμένω.
Ο πατέρας με αγκάλιασε σφιχτά
ένιωσα πως όλη η γη υποτάχθηκε,
έγειρε στους ώμους του
πλάι στο παραδομένο μου κορμί.
Η πέννα κύλαγε αμείλικτη
διέσχισε το χαρτί και αντίκρυσε
ματιές που ίσως πνίγηκαν
όταν κολύμπησαν μέσα στους στίχους.
Ξύπνησα βαρύς απ’ το φορτίο
όσων δεν έγιναν και χάθηκαν
όσων πεθύμησα παρότι είχα ξεχάσει
όσων θα βρω το επόμενο βράδυ.
Όσων θα ψάχνω νοητά
προτού προλάβει πάλι να νυχτώσει.
Photography credits: Aggelos Gkiokas